Του Αγαθοκλή Κορέλλη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” στις 28/05/2019
Ορισμός του φαινομένου κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας σε ποινικές υποθέσεις δεν προκύπτει νομοθετικά ούτε, ως εκ της φύσεώς του, είναι ευχερής η διατύπωση σχετικού κανόνα δικαίου κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, καθότι αφορά σε περιπτωσιολογία μάλλον ανεξάντλητη.
Ωστόσο, από την πάγια επί του θέματος νομολογία, ήτοι τις δικαστικές αποφάσεις Κύπρου, Αγγλίας και ΕΔΑΔ, έχουν σκιαγραφηθεί οι αρχές που διέπουν το όλο θέμα, ώστε οι προϋποθέσεις της κατάφασής του να θεωρούνται πλέον αποσαφηνισμένες.
Μορφή τέτοιας κατάχρησης αποτελεί η άσκηση πλειόνων ποινικών διώξεων εναντίον του ιδίου προσώπου, για διαφορετικά βεβαίως αδικήματα τα οποία όμως βασίζονται σε γεγονότα ταυτόσημα ή έστω αρρήκτως συνδεδεμένα (τοπικά ή/και χρονικά) μεταξύ τους.
Παρενθετικά επισημαίνεται ότι η περίπτωση ταυτοσημίας αποδιδόμενων αδικημάτων εναντίον του κατηγορουμένου, ο οποίος έχει ήδη δικαστεί για αυτά, δεν εμπίπτει θεματικά στην κατάχρηση αλλά καλύπτεται από το δεδικασμένο, καθισταμένης της μεταγενέστερης υπόθεσης κατά μείζονα λόγο απορριπτέας.
Σημειωτέον ότι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο αδυναμίας της κατηγορούσας αρχής προς σώρευση-συνένωση όλων των κατηγοριών στην ίδια υπόθεση, όπως λ.χ.στην περίπτωση κατά την οποία μεταγενέστερα της καταχώρησηςκαι εκδίκασηςτης πρώτης χρονικά υπόθεσης, προκύπτουν στη βάση καινοφανούς μαρτυρίας πρόσθετα αδικήματα, βασιζόμενα στα αυτά γεγονότα.
Κρίθηκε ωστόσο ότι δεν αποτελεί εύλογη δικαιολογία η εκ διαφόρων τμημάτων της αστυνομίας διερεύνηση της υπόθεσης ένεκα της φύσης και της διαφορετικής σοβαρότητας των αδικημάτων, με αποτέλεσμα το προδήλως ετεροχρονισμένο της καταχώρησης της δεύτερης υπόθεσης. Η Αστυνομία αποτελεί ενιαίο όργανο και οι ενέργειές της ομοίως ενιαία κρίνονται, με βάση το σύνολο τους και όχι ανάλογα με τις ενέργειες του κάθε τμήματός της. Ο τρόπος δε που λειτουργεί,ουδόλως ενδιαφέρει κατά την εξέταση εισήγησης περί κατάχρησης της διαδικασίας, ιδίως όταν επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στον κατηγορούμενο.
Ως προς τις επιπτώσεις που κατηγορούμενο πρόσωπο υφίσταται συνεπεία της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, αυτές είναι καθοριστικές για την απόφανση του Δικαστηρίου και ενίοτε αναγορεύονται μέχρι του σημείου της παραβίασης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματός του για Δίκαιη Δίκη.
Τεκμαίρεται περαιτέρω ως αυτονόητη η καταπίεση που θα υποστεί ο κατηγορούμενος και η συνακόλουθη οικονομική (και όχι μόνον) εξάντλησή του, αφού συν τοις άλλοις θα υποβάλλεται σε ανάλογα έξοδα υπεράσπισης και περαιτέρω ταλαιπωρία ένεκα περισσοτέρων (υποχρεωτικών) εμφανίσεων ενώπιον διαφορετικών Δικαστηρίων.
Στα συμπαρομαρτούντα συγκαταλέγεται επίσης η αποκόμιση ανεπίτρεπτου πλεονεκτήματος εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής στη μεταγενέστερη υπόθεση, έχοντας αποκτήσει τη δυνατότητα πρότερης “αξιολόγησης” ή “δοκιμασίας” της υπάρχουσας μαρτυρίας. Αντιστοίχως, ο κατηγορούμενος περιέρχεται στη μειονεκτική θέση της προηγούμενης τοποθέτησης του επί των επίδικων θεμάτων και της κατά το μάλλον ή ήττον αποκάλυψης της υπερασπιστικής του γραμμής, ως επιπλέον έκφανση του δυσμενούς επηρεασμού των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του.
Εξίσου βαρυσήμαντες και οι συνέπειες για το κύρος της Δικαιοσύνης, με προεξάρχοντα τον εγγενή κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων, δεδομένου ότι το Δικαστήριο θα κληθεί να αξιολογήσει κοινούς ισχυρισμούς ή ακόμα και τη μαρτυρία των ιδίων προσώπων προκειμένου να προβεί σε σχετικά και ενδεχομένως αντιφατικά με αυτά τηςπροηγούμενης υπόθεσης ευρήματα.
Συγχρόνως δε, η εκδοθείσα δικαστική απόφαση στην ήδη περατωμένη υπόθεση εμμέσως παύει να είναι καθοριστική τόσο σε σχέση με τα δικαιώματα των διαδίκων και την ελευθερία του κατηγορουμένου, όσο και ως προς τα ευρήματα επί των αυτών γεγονότων. Τέτοιο ενδεχόμενο αναντίρρητα θα υπονόμευε τον σεβασμό των δικαστικών αποφάσεων ο οποίος αποτελεί θεμέλιο της Δικαιοσύνης.
Εύστοχα λέχθηκε ότι κανένα σύστημα δικαίου δεν είναι δυνατό να εγγυηθεί ότι κάθε απόφαση είναι ορθή, μπορεί τουλάχιστον να εξασφαλίσει την αποφυγή συγκρουόμενων αποφάσεων αναφορικά με το ίδιο θέμα. Προς το σκοπό διαφύλαξης της υπόληψης του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης και της εμπιστοσύνης του κοινού προς αυτό, αναγνωρίστηκε η σύμφυτη εξουσία των Δικαστηρίων προς απόρριψη ή αναστολή των υποθέσεων οι οποίες αποτελούν προϊόν κατάχρησης της διαδικασίας.
Συντρεχουσών δηλαδή των προϋποθέσεων, οι οποίες ως ζήτημα πραγματικό υπόκεινται σε απόδειξη, η προώθηση ποινικής δίωξης με τέτοια χαρακτηριστικά προσκρούει σε σχετική ένσταση της υπεράσπισης, με αποτέλεσμα την απαλλαγή του κατηγορουμένου χωρίς την επί της ουσίας εκδίκαση της υπόθεσης.
Η αποστολή του Δικαστηρίου ως του υπέρτατου θεματοφύλακα της έννομης τάξης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκτείνεται κατά τα ανωτέρω στον όλως κατ’ εξαίρεση έλεγχο του – κατά τα άλλα ανέλεγκτου- δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα προς άσκηση ποινικών διώξεων, αποτρέποντας έτσι φαινόμενα που μάλλον σε καταδίωξη, παρά σε δίωξη παραπέμπουν.
Αντίστοιχης σπουδαιότητας καθήκον φέρει ο συνήγορος υπεράσπισης προς εντοπισμό του όλου ζητήματος και αναδεικνύοντάς το προσηκόντως στα πλαίσια εγειρόμενης ένστασης, εκπληρώνει τη δική του αποστολή ως συλλειτουργού της Δικαιοσύνης.