Η καίρια θέση και η λειτουργία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στον οικονομικό χώρο είναι αδιαμφισβήτητη σήμερα. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συγκεντρώνουν κεφάλαια μέσω καταθέσεων, μεγάλο μέρος των οποίων δανείζουν στη συνέχεια σε ευρύ φάσμα δανειοληπτών. Επομένως, δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η συγκέντρωση πλούτου και η οικονομική επιρροή που αυτή συνεπάγεται εκτίθενται σε παράνομες ενέργειες.
Οι τράπεζες μέσα στα πλαίσια του οικονομικού ρόλου τους ως μεσίτες της διακίνησης χρήματος πιστώσεων και κεφαλαίων είναι λόγω της φύσεως των δικαιοπραξιών τους ιδιαίτερα ευάλωτες τόσο στις δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος όσο και στην οικονομική εγκληματικότητα και για το λόγο αυτό βρίσκονται συχνά στο επίκεντρο δημόσιας κριτικής. Σε κάθε περίπτωση, προϋπόθεση για τη λήψη κατάλληλων προστατευτικών μέτρων είναι η κατά το δυνατόν πληρέστερη γνώση και ανίχνευση των σύγχρονων μορφών εμφάνισης των εγκληματικών και παράνομων πράξεων που σχετίζονται με τις τραπεζικές δραστηριότητες.
Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες γνωστή και ως «ξέπλυμα παράνομου χρήματος» είναι η διαδικασία μέσω της οποίας πρόσωπα, τα οποία απέκτησαν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες, επιχειρούν να συγκαλύψουν την πραγματική προέλευση των εσόδων αυτών. Εφόσον το επιτύχουν, διατηρούν τον έλεγχο επί των παράνομων αυτών εσόδων και παρέχουν νόμιμη κάλυψη για την πηγή των κεφαλαίων τους. Με απλά λόγια με την εν λόγω διαδικασία οι εγκληματίες προσπαθούν ουσιαστικά να κρύψουν την προέλευση των παράνομων εσόδων τους, είτε μέσω τραπεζικών ιδρυμάτων ή με τη βοήθεια επαγγελματιών, που τις περισσότερες φορές χωρίς να το γνωρίζουν, συμβάλλουν στη νομιμοποίησή τους.
Ως εκ των πιο πάνω, η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, απαιτεί την άμεση αντιμετώπιση της καθιστώντας με αυτό τον τρόπο αυτή την εγκληματική δραστηριότητα λιγότερο ελκυστική.
Σε μια προσπάθεια πάταξης του εν λόγω φαινομένου, θεσπίστηκε ο νόμος του 2007 (Ν.188(Ι)/2007) περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες (ο «Νόμος»). Ο κύριος σκοπός του Νόμου είναι να αναγνωρίσει και να επιβάλει ποινές στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και να προβλέψει την κατάσχεση και δήμευση τέτοιων εσόδων ή/και περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν δια μέσου αυτών.
Συγκεκριμένα, ο Νόμος προνοεί πως, όσα άτομα ασχολούνται με χρηματοοικονομικές και συναφείς δραστηριότητες πρέπει να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν επαρκή συστήματα επιτήρησης για την ανίχνευση ενδείξεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ο Νόμος απαιτεί από όλα τα πρόσωπα που διεξάγουν χρηματοοικονομικές και άλλες σχετικές δραστηριότητες, να ιδρύσουν και διατηρήσουν επαρκή ή και κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες επίβλεψης των επιχειρήσεων και γενικά του οικονομικού συστήματος τους ώστε να μην χρησιμοποιείται για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Στην πραγματικότητα, αυτές οι διαδικασίες επίβλεψης θα πρέπει να έχουν δύο βασικούς στόχους. Πρώτον, να βοηθούν στην αναγνώριση και αναφορά ύποπτων συναλλαγών και δεύτερον, να διασφαλίζουν τη συνεπή εφαρμογή της αρχής “γνώριζε τον πελάτη σου” και την τήρηση κατάλληλων αρχείων.
Ενδεικτικά και μεταξύ άλλων μερικά από τα μέτρα που πρέπει να ακολουθούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες περιλαμβάνουν:
- Διαδικασίες προσδιορισμού της ταυτότητας και άσκησης δέουσας επιμέλειας αναφορικά με τον πελάτη.
- Διαδικασίες τήρησης Αρχείου σε σχέση με την αναγνώριση των συναλλαγών των πελατών.
- Διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς και αναφοράς στη ΜΟ.Κ.Α.Σ. από το αρμόδιο πρόσωπο.
- Άλλες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και αξιολόγησης και διαχείρισης κινδύνου με σκοπό την πρόληψη και παρεμπόδιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
- Την ενδελεχή εξέταση κάθε συναλλαγής, η οποία λόγω της φύσης της θεωρείται ψηλού κινδύνου και ιδίως των πολύπλοκων ή ασυνήθιστα μεγάλων συναλλαγών και όλων των συναλλαγών που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό λόγο.
- Μέτρα για την ενημέρωση των εργοδοτουμένων σχετικά με τις πιο πάνω διαδικασίες, τη νομοθεσία που αναφέρεται στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, τις Οδηγίες που εκδίδονται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή και τις συναφείς Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Πρόνοια για εκπαίδευση των εργοδοτουμένων σε θέματα αναγνώρισης και χειρισμό συναλλαγών, για τις οποίες υπάρχει υποψία ότι συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως εποπτική αρχή για την εφαρμογή των προνοιών που αφορούν στην παρεμπόδιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η εποπτεία της ΚΤΚ, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής των νομικών απαιτήσεων, των ευρωπαϊκών κανονισμών και των κατευθυντήριων οδηγιών που σχετίζονται με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Να σημειωθεί πως κατά την εποπτεία, παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής των απαιτήσεων τόσο του Νόμου, των Ευρωπαικών Κανονισμών αλλά και των εκάστοτε εκδοθέντων οδηγιών, η ΚΤΚ βασίζεται, επίσης, στις αξιολογήσεις, αποφάσεις και συστάσεις οργανισμών όπως είναι η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η Financial Action Task Force (FATF), η Επιτροπή Moneyval του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλοι διεθνείς οργανισμοί, ενώ για την ετοιμασία κατευθυντήριων γραμμών προς τα εποπτευόμενα ιδρύματα λαμβάνονται υπόψη η τυπολογία, οι σύγχρονες τάσεις και οι κίνδυνοι χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς ξεπλύματος παράνομου χρήματος, καθώς και οι βέλτιστες πρακτικές που προάγονται διεθνώς για την παρεμπόδιση και καταπολέμηση του φαινομένου αυτού. Κεντρικό σημείο αναφοράς για το εποπτικό πλαίσιο αποτελούν τόσο η Υπερεθνική Αξιολόγηση Κινδύνων, στην οποία προβαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και η Εθνική Αξιολόγηση Κινδύνων, που εκπονείται από τις κυπριακές αρχές υπό την αιγίδα της Συμβουλευτικής Αρχής η οποία συστήνεται με βάση το Νόμο.
Το πλαίσιο εποπτείας της ΚΤΚ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, εκτός από την έκδοση οδηγιών, εγκυκλίων και κατευθυντήριων γραμμών, περιλαμβάνει και την υποβολή προληπτικών καταστάσεων και εκθέσεων από τα εποπτευόμενα ιδρύματα σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα και περιόδους αναφοράς αλλά και τους επιτόπιους ελέγχους ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Με βάση αυτούς τους παράγοντες, η ΚΤΚ δημιουργεί ενισχυμένα προγράμματα εποπτείας, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι τα εποπτευόμενα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Να επισημάνουμε πως η ΚΤΚ δύναται να λάβει αυστηρά μέτρα εάν ένα εποπτευόμενο πρόσωπο δεν συμμορφώνεται με το Νόμο και τις οδηγίες που αφορούν στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Μεταξύ άλλων τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν την επιβολή χρηματικού προστίμου, την τροποποίηση, αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας εποπτευόμενου προσώπου και την παύση ή απομάκρυνση από τη θέση του οποιουδήποτε συμβούλου, διευθυντή ή αξιωματούχου.
Παρόλα τα μέτρα τα οποία εφαρμόζονται είναι αδιαμφισβήτητο πως η επιτυχία της προσπάθειας για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κρίνεται συνεχώς από την αξιοπιστία και τη πολιτική βούληση της πολιτείας να εφαρμόσει το ήδη υπερεπαρκές νομοθετικό πλαίσιο, χωρίς να παραγνωρίζονται τα θεμιτά συμφέροντα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοδοτικών οργανισμών. Ο αγώνας κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι σημαντικός τόσο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος όσο και για τη διατήρηση της ακεραιότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Disclaimer
Disclaimer
This guide contains information for general guidance only and does not substitute professional advice, which must be sought before taking any actions.